Του Χάρη Μαμουλάκη*
Ο προϋπολογισμός του 2021 έρχεται από μια άλλη εποχή. Είναι τέκνο μιας τριαντακονταετίας κατά την οποία βασικός σκοπός της δημοσιονομικής πολιτικής, ήταν η συρρίκνωση των δαπανών και η σταθεροποίηση των δημόσιων ελλειμάτων. Είναι δηλαδή ένα προϋπολογισμός λιτότητας.
Η κατεύθυνση αυτή αποτυπώνεται στο κείμενο που ψηφίστηκε από την Βουλή την προηγούμενη Τρίτη την ώρα που σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη οι προϋπολογισμοί είναι επιθετικοί, παράγουν ελλείματα και μπαίνουν, με τις ευλογίες των Διεθνών Οργανισμών, στην πρώτη γραμμή της μάχης για τη συγκράτηση της ύφεσης μέσα από την επέκταση του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους και του την διεύρυνση του κράτους πρόνοιας.
Η συγκρότηση του Ταμείου Ανάκαμψης είναι ενδεικτική του γεγονότος ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, με τις καθυστερήσεις και τα προβλήματα της, έχει αντιληφθεί την αλλαγή παραδείγματος. Το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα χτίστηκε από την δεκαετία του ’90 με δύο «γερμανικούς» κανόνες. Πρώτος κανόνας ήταν ότι η ΕΚΤ δεν θα δάνειζε σε περιπτώσεις κρίσης του αξιόχρεου μια χώρας μέλους. Δεύτερος κανόνας ήταν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως συλλογικό υποκείμενο, δεν θα δανειζόταν για λογαριασμό των μελών της. Ο πρώτος κανόνας κατέρρευσε στην συγκυρία της κρίσης του 2008 αλλά το κόστος αυτής της κατάρρευσης το πλήρωσε η Ελλάδα με τα δύο πρώτα τιμωρητικά προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής. Ο δεύτερος κανόνας καταρρέει σήμερα.
Το Ταμείο Ανάκαμψης είναι η επιβεβαίωση των θέσεων προοδευτικών οικονομολόγων που για δεκαετίες επέκριναν τον παραλογισμό μια ενιαίας αγοράς στην οποία δεν αμοιβαιοποιούταν το ρίσκο της έκθεσης στις χρηματαγορές. Για τον παραπάνω λόγο, το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί μια στιγμή υπέρβασης της επί τέσσερίς δεκαετίες νεοφιλελεύθερης οικονομικής ορθοδοξίας στην Ευρώπη.
Τι προγραμματίζει όμως η κυβέρνηση να κάνει με τους αναμενόμενους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης; Τους χρησιμοποιεί ως αφορμή για να υλοποιήσει όλα τα φαντάσματα της εποχής του νεοφιλελευθερισμού και των μνημονίων: την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας ασφάλειας, την είσοδο των ιδιωτών στην δημόσια υγεία, την ισοπέδωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων κ.α.. Κοινώς, στον προϋπολογισμό τους 2021 το Ταμείο Ανάκαμψης λειτουργεί ως «συγχωροχάρτι» της λιτότητας.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τα δημόσια έργα και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Το ΠΔΕ αυξήθηκε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις στο ύψος του 6,75 δις ευρώ. Ο προϋπολογισμός του 2021 περιγράφει δαπάνες 6,75 δις ευρώ, χωρίς ούτε ένα ευρώ αύξηση, την ώρα που είναι αποδεκτό από όλους τους οικονομολόγους, ότι χωρίς μεγάλα έργα, η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να εξέλθει της βαθιάς ύφεσης στην οποία εισέρχεται.
Όταν η κυβέρνηση δηλώνει ότι το έτος 2021 είναι έτος ανάκαμψης, προεγγράφοντας ρυθμούς ανάπτυξης στο ύψος του 4,8% του ΑΕΠ, αυτή η παραδοχή στηρίζεται σε δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, ότι το ΠΔΕ θα εκτελεστεί στο ακέραιο, την ώρα που το 2019 το «επιτελικό κράτος» δεν κατάφερε να υλοποιήσει έργα πάνω από 5 δις ευρώ και, δεύτερον, σε 3 δις ευρώ που, υποτίθεται, ότι η κυβέρνηση θα μπορέσει να απορροφήσει από το Ταμείο Ανάκαμψης. Όμως, το πραγματικό πρόβλημα με τα επιπλέον χρήματα που καλείται να διαχειριστεί η χώρα μας είναι ότι, σε αντίθεση με παλαιότερες εποχές, που είχαμε πολλά έργα και λίγους πόρους, στην συγκυρία της πανδημίας η Ελλάδα, θα έχει πολλούς πόρους αλλά λίγα ώριμα έργα.
Η αδυναμία εξεύρεσης ώριμων έργων είναι φυσικά ευθύνη της ίδιας της κυβέρνησης καθώς δεν κινητοποιείται σε αυτή την κατεύθυνση παρά μόνο για έργα για τα οποία ενδιαφέρεται ο ίδιος ο ιδιωτικός τομέας. Αλλά ταυτόχρονα, η απουσία ώριμων έργων στηρίζεται και στην αδυναμία της δημόσιας διοίκησης να προχωρήσει μελετητικά μεγάλες παρεμβάσεις. Για να ήταν κάτι τέτοιο εφικτό θα έπρεπε ο προϋπολογισμός του 2021 να αποτυπώνει μια γενναία στήριξη προς της δομές της δημόσιας διοίκησης, κάτι που φυσικά δεν κάνει.
Ποια είναι η απάντηση της κυβέρνηση σε αυτά τα προβλήματα; Να σχεδιάσει τα περισσότερα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης ως έργα ΣΔΙΤ. Αντί, δηλαδή, να στηρίξει το δημόσιο για να προχωρήσουν τα μεγάλα έργα η κυβέρνηση επιχειρεί να κάνει μια τεράστιας κλίμακας outsourcing προς τον ιδιωτικό τομέα. Εξάλλου, ο κ. Καραμανλής έχει ήδη εξαγγείλει ότι σκοπεύει μετά τα Χριστούγεννα να φέρει ένα νέο νόμο για τα ΣΔΙΤ πέρα και έξω από τα όρια για τις συμβάσεις παραχώρησης που θέτει το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Με αυτό τον τρόπο η κυβέρνηση σκοπεύει να αποφύγει όλες τις ευρωπαϊκές προβλέψεις διαφάνειας γύρω από τους διαγωνισμούς σε μεγάλα έργα. Άρα για την κυβέρνηση Μητσοτάκη το Ταμείο Ανάκαμψης είναι μια αφορμή για την εξυπηρέτηση ειδικών οικονομικών συμφερόντων.
Η συγκυρία του Ταμείου και της νέας κρίσης που αντιμετωπίζει η πατρίδα μας θα έπρεπε να είναι η στιγμή για ένα προϋπολογισμό επεκτατικό. Ένα προϋπολογισμό που, συνεπικουρούμενος από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, θα έδινε έμφαση στα δημόσια έργα που θα θωράκιζαν τη χώρα από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.
Σήμερα θα ήταν η στιγμή για έναν προϋπολογισμό που θα έκανε το ευρύτερο δημόσιο πρωταθλητή στον πράσινο μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας. Και, φυσικά, σήμερα θα ήταν η ώρα για έναν προϋπολογισμό που θα χρησιμοποιούσε τον «δημοσιονομικό χώρο» του Ταμείου Ανάκαμψης για να διατηρήσει τις ΜμΕ επιχειρήσεις ζωντανές.
*Ο Χάρης Μαμουλάκης είναι Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Ηρακλείου, αν. Τομεάρχης Ανάπτυξης & Επενδύσεων – Πολιτικός Μηχανικός BEng MSc